μπάρα

μπάρα
(I)
η
1. μεταλλική ράβδος που ασφαλίζει την πόρτα, σύρτης, αμπάρα
2. κάθετη, οριζόντια ή λοξή γραμμή που χωρίζει στίχους, μουσικούς φθόγγους ή κλάσματα
3. στον πληθ. οι μπάρες
α) δύο κάθετες γραμμές οι οποίες χωρίζουν διάφορες σημασίες λέξεων σε κείμενο
β) (στην ενόργανη γυμναστική) ειδική κατασκευή για την εκτέλεση ορισμένων ασκήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barra < λατ. barra].
————————
(II)
η
τέλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. bara].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μπαρά, Πολ — (Paul Barras, 1755 – 1829). Γάλλος πολιτικός, μέλος του Διευθυντηρίου. Υπηρέτησε στον γαλλικό στρατό του εξωτερικού από το 1776 έως το 1778. Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης ο Μ. πήγε με το μέρος των αντιμοναρχικών και το 1792 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • άρση βαρών — Αθλητικό αγώνισμα που συνίσταται στην ανύψωση, με βάση καθορισμένους κανόνες από διεθνή κανονισμό, μιας σιδερένιας ράβδου με μεταλλικές πλάκες στα άκρα της. Οι πλάκες μπορεί να έχουν ποικίλο βάρος και διαστάσεις, αλλά δεν πρέπει να έχουν διάμετρο …   Dictionary of Greek

  • Εβρίδες — (Ηebrides Western Islands). Νησιωτικό συγκρότημα (7.283 τ. χλμ.) της βορειοδυτικής Ευρώπης, που περιλαμβάνει περισσότερα από 50 νησιά. Οι Ε. πολιτικά ανήκουν στη Μεγάλη Βρετανία και διοικητικά στις σκοτζέζικες κομητείες Ρος και Κρομάρτι, Ίνβερνες …   Dictionary of Greek

  • Θερμιδώρ — (Τhermidor). O ενδέκατος μήνας του χρόνου, κατά το ημερολόγιο που καθιερώθηκε στη Γαλλία μετά την επανάσταση του 1789 και ίσχυσε από το 1793 έως το 1805. Αντιστοιχούσε στην περίοδο από 19/20 Ιουλίου – 17/18 Αυγούστου του γρηγοριανού ημερολογίου… …   Dictionary of Greek

  • Ντεζιντέριο ή Μονσού Ντεζιντέριο — (Desiderio ή Monsu Desiderio). Επώνυμο με το οποίο είχε επικρατήσει να ονομάζεται ο ζωγράφος μιας αξιόλογης και πρωτότυπης σειράς αρχιτεκτονικών απόψεων των αρχών του 17ου αιώνα. Οι πίνακές του απεικονίζουν φανταστικά κτίρια, ερείπια, ανύπαρκτους …   Dictionary of Greek

  • Ρίο ντε Tζανέιρο — I (Rio de Janeiro). Ομόσπονδη Πολιτεία της νοτιοανατολικής Βραζιλίας, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και στα Ν και συνορεύει με το Εσπίριτου Σάντου στα ΒΑ, τη Μίνα Ζεράις στα Β και το Σαν Πάουλο στα ΝΔ. Έχει έκταση 43.653 τ. χλμ. ·… …   Dictionary of Greek

  • Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… …   Dictionary of Greek

  • αμπάρα — η (Μ ἀμπάρα) (Ν και μπάρα) 1. σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός, που τοποθετείται πίσω από θύρα από τη μια παραστάδα μέχρι την άλλη για να εμποδίσει το άνοιγμά της, σύρτης, μάνταλο 2. κάθε χοντρό και μικρό σε μήκος ξύλο που μοιάζει με αμπάρα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”